NOWA KULTURA // τεύχος 1



Δεν είναι χούντα, δεν είναι κατοχή. Είναι απλώς ο καπιταλισμός.

Δεν ξέρουμε πόσοι και πόσες από σας προλάβατε να χωνέψετε τι ακριβώς συνέβη στις 28 0κτωβριου του έτους που μας πέρασε. Ο Μανόλης ο Γλέζος πάντως είπε ότι εκείνη την ημέρα οι έλληνες είπανε το δεύτερο μεγάλο ΟΧΙ (για τους αστοιχείωτους το πρώτο ήταν το 1940). Κάποιοι συμπλήρωσαν ότι τότε ήταν ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ και οι Nαζί, σήμερα είναι η Mέρκελ, η τρόικα και η ΕΕ. Το αντικειμενικό γεγονός πάντως είναι ότι σε πάνω από 50 πόλεις τις Ελλάδας την ώρα των παρελάσεων υπήρξαν έντονες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας από κόσμο που περισσότερο, ή λιγότερο συγγένευε με το πνεύμα του κινήματος των αγανακτισμένων. Πολιτικά πρόσωπα κυνηγήθηκαν, παρελάσεις διακοπήκαν (άλλες για λίγο, άλλες εντελώς) και σε κάποιες πόλεις το κλίμα ήταν αρκετά τεταμένο (π.χ. Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα, Κέρκυρα κ.α.).

   Προφανώς και το μπλοκάρισμα των παρελάσεων, γενικά, μόνο χαρά θα μπορούσε να μας προκαλέσει και ταξική περηφάνια. Αν βέβαια είχε ταξικά χαρακτηριστικά. Έλα όμως… που ένα άλλο πνεύμα αναδύθηκε από αυτά τα περιστατικά. Και όσοι/ες γνωρίζουν έστω και ακροθιγώς που πάτησε και πατάει ο φασισμός αυτό το θέαμα μόνο αδιάφορο δε μπορεί να θεωρηθεί.

   Μετά τον εθνικιστικό παροξυσμό που έλαβε χώρα εκείνη την ημέρα δε μπορούμε να μη κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις. Και για να προλάβουμε κάθε κακοπροαίρετο – όχι δε τους θεωρούμε όλους αυτούς συνειδητούς εθνικιστές. Αλλά εφόσον συμμετείχαν άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο συνειδητά σε ένα γεγονός με ξεκάθαρα τέτοια χαρακτηρίστηκα, αυτό αν μη τι άλλο τους καθιστά το πιο γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη εθνικιστικών και άρα κατ΄ επέκταση φασιστικών λογικών και πρακτικών.

   Και τι μας κάνει να τα λέμε αυτά; Καταρχήν, το γεγονός ότι όλα συνέβησαν αυτή τη συγκεκριμένη ημερομηνία, που είναι φορτισμένη με μια ξεκάθαρα εθνική σημασία. Μια ημερομηνία που υποτίθεται πως ο ελληνικός λαός (στην πραγματικότητα ήταν ο δικτάτορας Μεταξάς, που απλώς έκανε επιλογή στρατοπέδου για λόγους γεωπολιτικής στρατηγικής και όχι ιδεολογικής αντίθεσης) αρνήθηκε την ξένη κατοχή. Αυτή λοιπόν η επέτειος ήταν η αφορμή για όλον αυτόν τον κόσμο να βγει στους δρόμους, και όχι μια γενική απεργία ας πούμε, η μια πρωτομαγιά. Αυτό που τους ένωνε εκείνη τη στιγμή ήταν ένα ξεκάθαρα εθνικό αίσθημα. Και αυτό συνέβη σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητα (δηλαδή ανοργάνωτα) από τόσο κόσμο σε τόσα μέρη της Ελλάδας με τα ίδια (πάνω - κάτω) χαρακτηριστικά. Πράγμα που σημαίνει ότι αυτό το αίσθημα έχει βαθύ ρίζωμα σε μεγάλη μερίδα των μικροαστών και των μεσοαστών, αλλά και των εργατών. Και είναι επίσης αυτό που ερεθίζεται πρώτα και πιο έντονα σε μια κατάσταση (ταξικής) επίθεσης και υποβάθμισης όπως αυτή στην όποια βρίσκονται αυτή τη στιγμή.

   Εδώ αξίζει να κάνουμε μια μικρή διευκρίνιση. Αδιάφορη μας είναι η όποια επίθεση δέχονται οι μικρό/μεσοαστοί. Όταν θα πρελατοριοποιηθούν τότε τα ξανάλεμε, γιατί θα μιλάμε πλέον για ένα κοινό συμφέρον, που δεν είναι άλλο από το ταξικό συμφέρον. Επειδή όμως εδώ ανιχνεύουμε το έδαφος στο οποίο μπορεί να πατήσει ο φασισμός, κάτι τέτοια φαινόμενα είναι αναγκαίο να τα εξετάσουμε γιατί μας αφορούν άμεσα.
   Όλο αυτό φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που το βλέπουμε. Οι πλατείες πέρυσι είχαν πλημυρίσει από ελληνικές σημαίες, και η κυρία ρητορική που αρθρώνονταν εκεί, τουλάχιστον στην αρχή, ήταν αυτή της μοντέρνας κατοχής, της απώλειας εθνικής ανεξαρτησίας, του ξεπουλήματος της Ελλάδας και της εθνικής προδοσίας από την πλευρά των κυβερνόντων. Επίσης για πρώτη ίσως φορά η ανυπαρξία πολιτικής «ταυτότητας» και αναφορών/συνδέσεων με εργατικά/ταξικά ζητήματα διαλαλήθηκε με τέτοιο αξιοθρήνητο ενθουσιασμό, ως ποιοτικό άλμα. Ευτυχώς όμως τα πράγματα δεν έμειναν απλώς εκεί και μπορούμε να πούμε πως μια κρίσιμη μερίδα αυτού του κόσμου κατάφερε να έρθει σε επαφή και να οικειοποιηθεί ως ένα βαθμό μια περισσότερο πολιτικοποιημένη (προς την πλευρά που μας ενδιαφέρει) αντίληψη της κατάστασης.

   Η ρητορική της προδοσίας, της κατοχής και του ξεπουλήματος ήταν, όμως, αυτή που κυριάρχησε κατά κράτος στα περιστατικά της 28/10. Αλλά με κάποια πιο αναβαθμισμένα χαρακτηρίστηκα αυτή τη φορά. Κύριος στόχος ήταν για ακόμα μια φορά τα πολιτικά πρόσωπα, δηλαδή οι επίσημοι με τις γνώστες κατηγορίες που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά που στη συγκεκριμένη επικαιροποιούνταν και περνάνε μεγαλύτερη φόρτιση ακριβώς λόγο της σημασίας εκείνης της ημέρας.

   Οι πολιτικοί έχουν προδώσει αυτό για το οποίο οι έλληνες είχαν τότε πολεμήσει. Οι κατακτητικές χώρες τότε είχαν έρθει με στρατεύματα , άρματα και όπλα τώρα έρχονται με τεχνοκράτες οικονομολόγους, οίκους αξιολογήσεις, δάνεια, τόκους, σπρεντς, ομόλογα κ.α. Οι αναλογίες είναι προφανείς. Οι προδότες και οι δοσίλογοι του τότε είναι οι πολιτικοί του σήμερα (ακόμα και ένας χαζός μπορεί να το καταλάβει) και οι κατακτητές γερμανοί είναι και πάλι οι κατακτητές Γερμανοί (αυτό είναι ακόμα πιο εύκολο). Τώρα βέβαια δεν έχουν τους Ιταλούς αλλά το ΔΝΤ και την Ε.Ε, όμως κουμάντο κάνουν πάλι οι Ναζί-Γερμανοί.  Και μη πει κανείς ότι όλα αυτά είναι δικές μας υπερβολές και δεν ακουστήκαν πουθενά. Σας θυμίζουμε σε πόσες εφημερίδες, περιοδικά και χαζοεκπομπές είχε φιγουράρει η εικόνα της Μέρκελ με σβάστικες και χιτλερικό μουστάκι. Πόσο αναπαράχθηκε η ιδέα ότι αυτό που βιώνει ο ελληνικός λαός (και στη συνέχεια και οι υπόλοιπες ασθενείς οικονομικά χώρες της Ευρώπης) είναι το Τέταρτο Ράιχ.

   Για την αναβάθμιση που λέγαμε παραπάνω, να αναφέρουμε ένα περιστατικό στην Πάτρα όπου δυο γηραιοί κύριοι έσκισαν με τα δόντια τους μια γερμανική σημαία πριν την κάψουν με τους συμπατριώτες του τσιρίζοντας όλοι μαζί το σύνθημα «ο λαός δε ξεχνά τους φασίστες τους κρεμά» αναφερόμενοι προφανώς στους (σύγχρονους) γερμανούς. Ακολούθησαν συνθήματα όπως «Ανεξαρτησία – Λευτεριά – Δημοκρατία», ο εθνικός ύμνος και κάμποσα «Ζήτω οι Έλληνες». Στη Θεσσαλονίκη μερίδα του κόσμου κρατώντας ελληνικές σημαίες που πάνω τους γράφανε «Δεν Πωλείται» τραγούδησαν το «Πότε Θα Κάνει Ξαστεριά (Να Πάρουν Τα Τουφέκια Τους)». Μια πρακτική που από τότε είδαμε να αναπαράγετε με κάθε ευκαιρία (απεργίες, διαδηλώσεις). (Μέχρι και στη Γερμανική πρεσβεία (!!!) κατέληξαν στο τέλος μιας απεργιακής πορείας κάποιοι αθεόφοβοι.) Και δεν ήταν μόνον αυτό.

   Σε κάποιες πόλεις, μερίδα πολιτών, αφού γιούχαρε και κυνήγησε τους πολιτικούς μετά γύρισε και όχι απλώς εξασφάλισε τη συνέχεια της παρέλασης (ενός «εθίμου», να θυμίσουμε, που καθιερώθηκε επί δικτάτορα Μεταξά) αλλά χειροκρότησε και με ενθουσιασμό τα περήφανα ελληνικά στρατά. Ξέρετε, αυτά που διατηρούν ακόμα τη φλόγα του έθνους ζωντανή, αυτά που αποτελούν την τελευταία ελπίδα αξιοπρέπειας, αυτά που κάνουν κάθε αγνό πατριώτη να αναριγεί από περηφάνια, και τα γνωστά παραδοσιακά. 

   Κοντολογίς, αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι την 28η φάνηκαν τα αποτελέσματα των τεχνικών διαχείρισης της δυσαρέσκειας και της οργής που εφαρμόζονται από την πλευρά  των αφεντικών, ουσιαστικά από πάντα, αλλά πιο εντατικά τελευταία λόγω κρίσης . Φυσικά ούτε τωρινή ανακάλυψη είναι αυτή αλλά  ούτε και ντόπια. Είναι γνωστή και δοκιμασμένη η συνταγή και έχει σώσει τα τομάρια τους ουκ ολίγες φορές.

   Προφανώς μιλάμε για την ιδεολογία της εθνικής ενότητας. Σίγουρα έχετε όλοι/ες ακούσει τις παροτρύνσεις (τις προσταγές καλύτερα) των πολιτικών και των δημοσιογράφων για τις  κοινές(!) θυσίες που πρέπει όλοι(!) μας να κάνουμε για να σώσουμε τη χώρα από την καταστροφή. Σε απλή προλεταριακή μετάφραση αυτό σημαίνει πως εμείς οι ντόπιες/πιοι εργάτριες/τες (βλέπετε οι μετανάστριες/τες το κάνουν ήδη εδώ και χρόνια..) πρέπει να κάνουμε, όσο πάει και περισσότερο, το σκατό μας παξιμάδι και να υποταχθούμε στις όποιες, εξευτελιστικές και απάνθρωπες, απαιτήσεις των αφεντικών, ώστε οι τελευταίοι να μπορέσουν ήρεμοι και αναπόσπαστοι να συνεχίζουν να αντλούν υπεραξία και άρα κέρδος από την ακόμα πιο υποτιμημένη εργασία μας. Η «εθνική οικονομία» λοιπόν, που χρήζει σωτηρίας, δεν είναι παρά η ευημερία των αφεντικών που συντηρείται με το αίμα μας, μετατρέποντας εκβιαστικά την ανθρώπινη δημιουργικότητα και δραστηριότητα  σε εργασία, δηλαδή σε μισθωτή σκλαβιά. Αυτή η διατύπωση δεν ακούγεται και τόσο «πατριωτική» ε; ούτε και «ηρωική». Δε μιλάει για εθνική ομοψυχία, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε εξίσου όλοι οι έλληνες, ούτε για την περηφάνια του τίμιου και εργατικού πατριώτη πολίτη -υπόδειγμα με το καθάριο κούτελο. Αλλά νομίζουμε πως έχετε βρει σε αυτήν περισσότερες ομοιότητες με την πραγματικότητα σας. Και το καλύτερο από όλα είναι πως η λύση σε αυτή την περίπτωση δεν περιλαμβάνει εσάς για θυσία στο βωμό της κρίσης.

   Έχει αποδειχτεί ιστορικά πως ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός τρόπος για να διαβρώσεις την συνείδηση της εργατικής τάξης (ειδικά όταν, καλή ώρα, δε μπορείς να της μπουκώσεις το στόμα με προϊόντα όπως π.χ. έγινε την χρυσή δεκαετία του ‘80 στην ελλάδα) είναι να προκαλέσεις  πόλωση στο επίπεδο του, μεθοδικά κατασκευασμένου, εθνικού αισθήματος. Δηλαδή, αντί τα αφεντικά να γίνονται αντιληπτά ως η αίτια της καθημερινής εμπειρίας του εξευτελισμού και της εκμετάλλευσης που υφιστάμεθα ως εργάτες/τριες, την θέση τους παίρνει ένας εξωτερικός εχθρός που μας κάνει όλους μαζί εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους να συνεργαστούμε για το (δήθεν) κοινό μας εθνικό συμφέρον. Στον ρόλο αυτό, του κοινού εθνικού εχθρού, μεγάλη επιτυχία σημείωσαν, οι - για χρόνια αγαπημένοι κακοί της ντόπιας αριστεράς -  Η.Π.Α , Ν.Α.Τ.Ο και Σιωνιστές, και της ακροδεξιάς - Τούρκοι, Εβραίοι/Σιωνιστες και μετανάστες. (Χμ, οι παρατηρητικοί/ες θα βρήκατε κάποια κοινά). Στις μέρες μας υπάρχουν και αρκετές άλλες υποψηφιότητες, αλλά μάλλον προηγούνται οι Γερμανοί με την Μέρκελ και ακλουθούν το ΔΝΤ και η ΕΕ.

   Όσοι δηλαδή αναπαράγουν αυτή τη προπαγάνδας των κατακτητικών γερμανογαλλικών τραπεζών (λες και οι ελληνικές είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα), τον κερδοσκοπικών αγορών που βάλουν έναντι κρατών (δημιουργώντας έτσι έναν εξόφθαλμα κίβδηλο διαχωρισμό μεταξύ υγιούς/μετριοπαθους και παρασυρμένου/εκτροχιασμενου καπιταλισμού, και ένα, λιγότερο εξόφθαλμο αλλά εξίσου κίβδηλο, μεταξύ κρατών και αγορών) και των ρουφιάνων πολιτικών (πότε υπήρξε δηλαδή κυβέρνηση στην Ελλάδα που είχε άλλο σκοπό πέραν της διασφάλισης του καπιταλισμού;), ουσιαστικά συσκοτίζουν το γεγονός της ίδιας της ταξικής πάλης και ενδυναμώνουν την αντίληψη ενός κοινού εθνικού μετώπου.

   Εδώ όμως θα ήταν μεγάλη παράληψη από μέρους μας αν δεν αναγνωρίζαμε την συνεισφορά σύσσωμης της αριστεράς  σε αυτήν ακριβώς τη συσκότιση του εθνικού και του ταξικού. Τι να πρωτοθυμηθούμε το «έξω η Ελλάδα από το Ν.Α.Τ.Ο», το «έξω οι Η.Π.Α από την Ελλάδα», το «έξω η Ελλάδα από την Ε.Ε και το ευρώ», το «κάτω η χούντα ΠΑΣΟΚ-ΕΕ-ΔΝΤ», το «διαγραφή του χρέους(του ελληνικού υποθέτουμε)»; Ο κόσμος είναι χωρισμένος σε έθνη - κράτη και τα έθνη - κράτη σε κυβερνόντες και λαούς. Τόσο απλά…  Τάξεις πουθενά, πάλη των τάξεων πουθενά, κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση που-θε-νά! Στην πιο πολιτική τους εκδοχή, όποτε και αν, θυμούνται μόνον το μεγάλο κεφάλαιο (μια συνεπής εμμονή στο ζήτημα της έντασης του κεφαλαίου και όχι στο κεφάλαιο-ως-κοινωνική-σχέση), και εναντίον αυτού θεωρούν σκόπιμες τις συμμαχίες με μικροαστούς και αφεντικά. Αυτό εννοούσαμε και παραπάνω  λέγοντας πως  καλλιεργώντας την διαταξική - ομοεθνή σύμπραξη και αδιαφορώντας για το καθημερινό γεγονός της εκμετάλλευσης, το πιθανότερο που μπορείς να πετύχεις είναι να τονώσεις το εθνικό αίσθημα σκάβοντας παράλληλα τον λάκκο της ταξικής συνείδησης. Γιατί όπως λέει και ο σοφός λαός «αν δε κοιτάς εκεί που θες να πας θα πας εκεί που κοιτάς». Και το πιο επικίνδυνο εδώ είναι ότι άθελα σου μπορεί να προλειαίνεις και το έδαφος στους αντιπάλους. Φυσικά δεν χρεώνουμε (ακόμα) αυτές τις επιλογές ως συνειδητές στην αριστερά, αλλά μάλλον σαν εγκληματικά αμελείς.

   Επίσης πρέπει επιτέλους κάποιος να τους εξηγήσει ότι αυτό που αποκαλούν χούντα δεν είναι τίποτα άλλο από την αστική δημοκρατία. Ακριβώς η διαδικασία δηλαδή στην οποία συμμετέχουν ως υποψήφιοι για την εξουσία.  Αν μια εκλογική διαδικασία μπορεί να ανεβάσει και να κατεβάσει από την εξουσία τους νεοναζί όπως και τους νεομπολσεβίκους τότε δε μπορεί να είναι χούντα γιατί ακριβώς αυτό δεν επιτρέπει μια χούντα. Θυμίζουμε πως πριν το ΔΝΤ και την ΕΕ δεν είχαμε κομμουνισμό. Και τότε δημοκρατία είχαμε. Και αν κάποιους από μας δε μας έτσουζε ρε παιδί μου και τόσο πολύ τότε, μπορούμε αν θέλουμε (έτσι διερευνητικά) να ρωτήσουμε ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που ζούσε και τότε κάτω απ’ το όριο της φτώχιας, ή μερικές μετανάστριες και μερικούς μετανάστες, να δούμε πόσο διασκέδαζαν όλοι αυτοί σε καιρό δημοκρατίας...
  
Τα πράγματα είναι απλά και δε βοηθάει να τα δυσκολεύουμε μόνες μας. Δεν είναι το πολίτευμα που άλλαξε, είναι απλώς οι ανάγκες του καπιταλισμού. Γι΄ αυτό λέγεται κρίση και γι΄ αυτό η απάντηση (από την πλευρά του συστήματος) λέγετε αναδιάρθρωση. Όχι επειδή  παίρνει και μας περισσότερο τώρα η μπάλα, να αναβαπτίζουμε τα πολιτεύματα.

   Σε περίοδο κρίσης λοιπόν, η (και καλά) αγνή αγάπη για τη μαμά πατρίδα που τόσο έχει κοπιάσει το σχολειό και η οικογένεια για να μας την εμφυσήσουν, ωριμάζει σε εθνικισμό. Γιατί από την αρχή αυτός ήταν ο σκοπός αυτής της μεθοδικής γαλούχησης. Η διατήρηση της κοινωνικής - εθνικής ειρήνης. Και άμα ζορίσουν τα πράγματα μέσω του ερεθισμού των κατάλληλων αντανακλαστικών να  ενεργοποιηθεί και να ενταθεί κατά το δοκούν. Ακριβώς γι’ αυτό μιλήσαμε στην αρχή για την διαχείριση πλήθους. Αυτός λοιπόν ο μετασχηματισμός τελείται όταν  η άρχουσα τάξη, με σκοπό την διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και συνοχής που είναι οι απαραίτητες συνθήκες για την αναπαραγωγή της ύπαρξης της ως τέτοιας,  εμφανίσει έναν υπαίτιο της  κατάστασης εκτός συνόρων, δηλαδή εκτός ταξικής πάλης, ή εντός συνόρων αλλά αλλοεθνή. Το νόημα είναι το ίδιο. Είτε δηλαδή ο εχθρός αυτός παίρνει τη μορφή ενός ολόκληρου έθνους - κράτους βλ. Γερμανοί δανειστές, Τούρκοι που διεκδικούν εδάφη, είτε παίρνει τη μορφή των μεταναστών που μας περνούν τις δουλείες, το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι ένα και απλό. Να σαμποταριστεί η καλλιέργεια της συνείδησης των εργατών/τριων ως τάξης που πολεμάει για το δικό της συμφέρον (σε διεθνιστικό επίπεδο). Και αυτό  δεν είναι άλλο (ή μάλλον, δε θα έπρεπε να είναι άλλο) από την αταξική κοινωνία. Οπότε όσο οι συνθήκες για την ανάπτυξη μιας τέτοιας αντίληψης γίνονται ευνοϊκότερες, τόσο οι άμυνες των αφεντικών χρήζουν περισσότερης θωράκισης.
   Ένας από τους βασικότερους πρεσβευτές αυτής της «πατριωτικής» ρητορικής για κακή μας τύχη είναι ο Θεοδωράκης και οι ακολουθητές του, και λέμε για κακή μας τύχη γιατί θεωρούμε ότι η εικόνα αυτής της τάσης του Σπίθα προς την κοινωνία έχει ένα αριστερό προφίλ (λόγω του παρελθόντος του αρχηγού της) και έτσι δημιουργείται η επικίνδυνη σύγχυση ότι γενικά οι ελευθεριακές - σοσιαλιστικές ιδέες μπορούν να αποδέχονται εθνικά χαρακτηριστικά. Για εμάς τα πράγματα είναι ξεκάθαρα! Οι προοδευτικές τάσεις και ιδέες που στοχεύουν στην ατομική και κοινωνική απελευθέρωση από τις σχέσεις εκμετάλλευσης δεν μπορούν να συνδυαστούν με την αντίληψη ότι η περιχαράκωση των ανθρώπων σε έθνη - κράτη με σκοπό τον αποτελεσματικότερο έλεγχο τους συνιστά ύψιστη περηφάνια και τιμή.
 
 Η  «αριστεροεθνικιστική»(;!) αυτή τάση (που εκφράζεται κυρίως από το Σπίθα και το Άρδην και την Κ.Ο.Ε.) είναι άξια προσοχής καθώς παρατηρείτε να έχει μια αξιοσημείωτη άνοδο όσον αφορά την συμμετοχή του κόσμου είτε θεωρητικά, είτε έμπρακτα σε αυτή.  Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω του εξαιρετικά εύπεπτου , λαϊκίστικου και «εθνικής περηφάνιας για το ένδοξο παρελθόν» λόγου που αρθρώνεται από την πλευρά της. Επιπρόσθετα σε μια εποχή που στην Ελλάδα πουλάνε πολύ οι μπουρδολογίες που αναφέραμε και παραπάνω, τύπου : «εθνική προδοσία» , «δωσίλογοι πολιτικοί» καθώς και άλλες ποιο «σύνθετες» για την «εκ φύσεως σπουδαία φυλή των Ελλήνων που τόσο την επιβουλεύονται οι ξένες δυνάμεις, αλλά εκείνη πεισματικά τα βγάζει πέρα σε κάθε δυσκολία» δεν θα μπορούσε να μην τις οικειοποιηθούν οι τόσο απροκάλυπτα λαϊκίστικες οργανώσεις όπως οι παραπάνω. Έτσι λοιπόν η τάση αυτή που τώρα μορφοποιείται και βγαίνει μπροστά, καθώς τώρα υπάρχει η επιτακτική ανάγκη από πλευράς συστήματος  για εθνική ενότητα και από πλευράς συμμετεχόντων σε αυτά, για ψυχολογική θωράκιση, επιδίδεται  σε ένα πρόχειρο κολλάζ από τα πιο πιασάρικα και εύπεπτα χαρακτηριστικά των αριστερολαϊκών και ακροδεξιολαϊκών κομμάτων που συμμετέχουν στην «πολιτική ζωή του τόπου» (ΣΥΡΙΖΑ και ΛΑΟΣ  αντίστοιχα).
   Αυτό που τελικά διαμορφώνεται ως προταγματική ιδέα της νεογνής αυτής τάσης είναι η εσκεμμένη και συνειδητή απουσία ανάλυσης που να έχει στο παραμικρό να κάνει με ταξικούς διαχωρισμούς μέσα στην ίδια την ελλαδική κοινωνία: «είμαστε όλοι Έλληνες, οι πολιτικοί είναι ανθέλληνες γιατί ξεπουλάνε τη χώρα, και άρα τι μένει; ότι εμείς που είμαστε γνήσιοι πατριώτες πρέπει να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας, προασπίζοντας τα εθνικά μας συμφέροντα από τους ξένους!»

   Υπάρχουνε δυο βασικοί προβληματισμοί  για τον παραπάνω παραληρηματικού χαρακτήρα συλλογισμό. Πρώτον ότι υπό την σκέπη αυτής της λογικής μπορεί να χωρέσει ένα τεράστιο κομμάτι της δυσαρέσκειας που έχουν προκαλέσει σε μεγάλη μερίδα της κοινωνίας οι πολιτικοί αρχηγοί της χώρας, γιατί είναι γενικολόγος και συνάμα κολακευτικός για την ελληνική περηφάνια. Και είναι σε αυτό ακριβός το σημείο που γίνεται αντιληπτό πως πρέπει να καταπολεμηθεί άμεσα καθώς είναι εν δυνάμει το πιο εύφορο έδαφος για να σηκώσει στην πλάτη του όλα τα ακροδεξιά αντανακλαστικά της εποχής.

   Και εδώ έρχεται ο δεύτερος προβληματισμός και ποιο βασικός, καθώς μια ειδοποιός διάφορα της αριστεροεθνικιστικής αυτής τάσης είναι πως εν αντίθεση με άλλους καθαρά ακροδεξιούς-φασιστικούς σχηματισμούς (π.χ. ΛΑ.Ο.Σ., Χρυσή Αυγή), τα ίδια τα υποκείμενα που τη συνθέτουν δεν γνωρίζουν ακόμα τι είναι , τι πρεσβεύουν, και σε τι είναι επικίνδυνο να εξελιχθούν. Έτσι θέλουμε να κάνουμε σαφές ότι τα υποκείμενα που συγκροτούν το αυτοαποκαλούμενο «κίνημα πολιτών Σπίθα» δεν είναι συνειδητοί φασίστες αλλά οδεύουν με μαθηματική ακρίβεια και με πολύ καλό οδηγό προς αυτή τη κατεύθυνση! Τώρα όσο αναφορά τον ηγέτη τους τον Μίκη, αυτήν την προσωπικότητα που ωσάν μπαλάκι του πινγκ πονγκ κινήθηκε από την επαναστατική αριστερά στη χούντα, στα σούξου μούξου με το ΠΑ.ΣΟ.Κ και τη Ν.Δ. και σήμερα κατέληξε σε ένα εντελώς ακροδεξιό λόγο, μπορούμε μόνο να απορήσουμε που υπάρχουν άνθρωποι που περνούν ακόμα αυτόν τον τύπο στα σοβαρά.
   Και ακριβώς εδώ έρχεται η ώρα να μιλήσουμε για την τρίτη στη σειρά μορφή εξελίξεις (μετά τον πατριωτισμό και τον εθνικισμό), που είναι ο φασισμός, δηλαδή ουσιαστικά ο εντατικοποιημένος καπιταλισμός.

    Τέτοιες ιδεολογικές κατασκευές όπως οι παραπάνω, έχουν εξυπηρετήσει και στο παρελθόν επάξια τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Κρίση, όχι μόνο τώρα αλλά και παλιότερα, σήμαινε πλεόνασμα εργατικού δυναμικού (μεταβλητό κεφάλαιο) το οποίο παραμένει ανεκμετάλλευτο, προϊόντα που συσσωρεύονται λόγο της χαμηλής αγοραστικής δυνατότητας των όλο και περισσότερο υποβαθμισμένων μισθωτών, σταθερά κεφάλαια που λιμνάζουν ανίκανα να παράξουν υπεραξία κ.α. Παρόμοιες συνθήκες επικρατούσαν και στην Ευρώπη του μεσοπόλεμου. Στην Γερμανία την περίοδο αυτή υπήρχε ένα τεράστιο ποσοστό ανεργίας και μια βίαιη προλεταριοποίηση μεγάλης μερίδας των μικρό/μεσοαστών, καθώς και μια δυσβάστακτη αποζημίωση που ήταν υποχρεωμένο να πληρώνει το Γερμανικό κράτος σε διάφορες χώρες λόγο του 1ου Π.Π. (συνθήκη Βερσαλλιών 1919). Ακριβώς σε αυτό το περιβάλλον άρχισε να παίρνει έδαφος ο εθνικοσοσιαλισμός αρχικά με ένα πρόταγμα που έλεγε «δουλειά στους ντόπιους και όχι στους ξένους» και «έξω οι εβραίοι», οι οποίοι εν αντιθέσει με την κυρίαρχη αντίληψη που επικρατούσε και επικρατεί μέχρι σήμερα ανήκαν και ανήκουν αναλογικά σε όλο το φάσμα την ταξικής διαστρωμάτωσης. Όσο περισσότερη εξουσία συγκέντρωναν οι Ναζί τόσο περισσότερο εντατικοποιούταν και εξορθολογιζόταν ο ντόπιος καπιταλισμός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πάνω σ’ αυτό είναι ότι στην αρχή τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, προτού καταλήξουν σε τόπους εξόντωσης εβραίων και άλλον ανεπιθύμητων για το ναζιστικό καθεστώς (π.χ. κομμουνιστών ,ομοφυλόφιλων, ρομά κ.α.), δεν ήταν παρά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στις πιο ακραίες συνθήκες και στα οποία στέλνονταν όσοι θεωρούνταν «αντικοινωνικά και αντιπαραγωγικά στοιχεία» (ασχέτως εθνικότητας και φυλής), ενώ την ίδια στιγμή η λύση που δινόταν στο πρόβλημα της ανεργίας ήταν η φρενήρης παραγωγική δραστηριότητα της βιομηχανίας για την κατασκευή πολεμικού εξοπλισμού,  λόγο του επικείμενου πολέμου που ετοιμαζόταν. Η τραγική κατάληξη είναι ο γνωστός σε όλους μας 2ος Π.Π. με τους νεκρούς να φτάνουν συνολικά περίπου τα 80 εκατομμύρια από τα οποία περίπου 6 εκατομμύρια ήταν Εβραίοι (οι μισοί και παραπάνω εξ’ αυτών εκτελέστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης). Μόνο ο καπιταλισμός κατάφερε να βγει πραγματικά κερδισμένος από αυτόν, με αφανισμένο το πλεονάζον εργατικό δυναμικό (είτε νεκρό στο μέτωπο, είτε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης), καθώς και με μια μεγάλης έκτασης καταστροφή σταθερού κεφαλαίου (δηλαδή μέσων παραγωγής). Ένας καινούριος κύκλος γενικευμένης συσσώρευσης είχε ξεκινήσει, με τον φασισμό να έχει εκπληρώσει αυτόν ακριβώς το σκοπό. (Ίσως τώρα να πήρατε μια ιδέα για το ποια συμφέροντα σκοπεύουν να υπηρετήσουν πειθήνια και οι σύγχρονες νεοναζιστικές οργανώσεις όπως η Χρυσή Αυγή).

   Βέβαια οι αιτίες που γέννησαν το ναζιστικό φαινόμενο δεν ήταν μόνον αυτές αλλά ένας συνδυασμός πολλών παραγόντων και συνιστωσών που όμως δεν θεωρούμε σκόπιμο να αναλύσουμε περισσότερο σε αυτό το κείμενο. Εμείς αυτό που προσπαθούμε να εντοπίσουμε είναι οι πιθανές ομοιότητες στις συνθήκες που γέννησαν το φασισμό τότε με τις συνθήκες που υπάρχουν σήμερα και άρα στο πως μπορεί να εξελίχθη η παρούσα κατάσταση. Πρέπει να γνωρίζουν λοιπόν όσοι εκφράζουν το αίτημα «έξω οι ξένοι που μας παίρνουν τις δουλειές» σε ποια πολιτική παράδοση ανήκουν και που οδήγησε αυτή. Καθώς επίσης και όλοι εκείνοι που καλλιεργούν μια πολιτική εθνικής προάσπισης από τους «ξένους», να αντιληφτούνε πως ο αντιγερμανισμός που οικειοποιούνται και προωθούν έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα στην ανάπτυξη μιας εθνικιστικής-ρατσιστικής λογικής εφόσον τοποθετούν ως υπαίτιο της κατάστασης που βρίσκονται, συλλήβδην έναν ολόκληρο «λαό» λες και είναι κάτι ενιαίο και με κοινά συμφέροντα. Το αποτέλεσμα είναι οι ίδιοι να γίνονται αυτό στο οποίο νομίζουν ότι αντιτίθενται, αλλά και ταυτόχρονα να αδιαφορούν για τα πραγματικά φασιστικά φαινόμενα όταν αυτά συμβαίνουν κυριολεκτικά δίπλα τους και από ομοεθνής τους, όπως τα πογκρόμ και οι - όλο και συχνότερες - επιθέσεις σε μετανάστριες/στες από νεοναζί και λοιπούς φασιστοαγανακτισμένους πολίτες.

   Όλα αυτά δεν είναι συμπτωματικά γεγονότα. Έρχονται να απαντήσουν στην ανάγκη του καπιταλισμού να αυτοαναπαραχθεί με τους όρους που αυτός επιβάλει. Ο απαραίτητος τρόπος να το κάνει αυτό είναι η καταστροφή κεφαλαίων και η καθυπόταξη της εργατικής τάξης (σε διεθνές επίπεδο), και τα πιο αποτελεσματικά μέσα γι’ αυτό (αν δε σκαρφιστούν κάτι άλλο, όπως το ‘70 τη φυγή στη χρηματοπιστωτική σφαίρα) είναι τα φασιστικά καθεστώτα και ο πόλεμος.

   Εν κατακλείδι θέλουμε να τονίσουμε ότι θεωρούμε χρέος μας αλλά και απαραίτητη συνθήκη για την επιβίωση μας, πως οπουδήποτε παρουσιάζονται φαινόμενα όπως τα παραπάνω έστω και στην πιο σπερματική ή συγκαλυμμένη τους μορφή πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα με πολιτικό αντιπατριωτικό, αντιεθνικό και αντιφασιστικό λόγο, όταν αυτός είναι αποτελεσματικός, αλλά και με όποιον άλλον τρόπο είναι απαραίτητος, προκειμένου να αποφευχθεί με κάθε μέσο αυτή η πιθανή εξέλιξη των πραγμάτων, που σημαίνει ταυτόχρονα και τον αφανισμό κάθε προοδευτικού, ριζοσπαστικού ή επαναστατικού κομματιού αυτής της κοινωνίας. Εφόσον το υπάρχον καθεστώς βρίσκεται σε μια ρευστή και μεταβαλλόμενη κατάσταση, το αν τελικά θα καταλήξει (γιατί μοιραία κάποτε θα καταλήξει) σε μια πιο ελευθεριακή - αντιεξουσιαστική ή πιο συντηρητική - εξουσιαστική μορφή, εξαρτάται από την θέση που θα πάρουμε όλες και όλοι μας, συνειδητά ή ασυνείδητα, σ’ αυτόν τον πόλεμο που δε σταμάτησε ποτέ.

Σκέψεις πάνω στο ζήτημα της απεργίας*


Μ
ετά από μια σειρά απεργιών-διαδηλώσεων που έχουν πραγματοποιηθεί στον ελλαδικό χώρο από το 2008 μέχρι σήμερα, όπου η πολυσυζητημένη κρίση έκανε την «εμφάνιση» της, θεωρούμε σημαντική την ανασκόπηση, την κριτική και εν τέλει την αποτίμηση αυτών των απεργιών (στο βαθμό που αυτή είναι δυνατή, μιας και τίποτα δεν έχει τελειώσει). Για εμάς η κρίση δεν είναι «τυχαίο» ή «ατυχές» φαινόμενο, δεν είναι δηλαδή αποτέλεσμα κάποιας κακής οικονομικής διαχείρισης, ούτε κάποιων καιροσκόπων καθώς ούτε και των εκάστοτε πολιτικών προσώπων.

   Αντιλαμβανόμαστε την κρίση ως δομικό στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος όπου κράτος και κεφάλαιο προχωρούν στην περαιτέρω αναδιάρθρωση των εκμεταλλευτικών σχέσεων, στοχεύοντας πάντα στην υποτίμηση του εργατικού δυναμικού. Ταυτόχρονα όμως η κρίση αποτελεί και μια ευκαιρία ανάδειξης των αντιθέσεων του καπιταλισμού και εν τέλει της ολοκληρωτικής καταστροφής του.

   Ερχόμενοι λοιπόν στην περίπτωση της ελλάδας και θέλοντας να ανιχνεύσουμε τη μορφή και την οργάνωση της κοινωνικής-ταξικής αντεπίθεσης φτάνουμε στη γενική απεργία ως ένα εν δυνάμει επαναστατικό εργαλειακό μέσο. Παρόλα αυτά βλέπουμε ότι η μορφή που έχουν πάρει οι γενικές απεργίες στο διάστημα που εξετάζουμε, αν και φαινομενικά συνεχίζουν δυναμικά μέσα στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, αδυνατούν να δομήσουν μια πραγματικά επαναστατική και ριζοσπαστική μέθοδο της προλεταριακής πάλης ενάντια στην εξουσία. Παρά τη μεγάλη συχνότητα και συμμετοχή κόσμου καθώς και την υιοθέτηση συγκρουσιακών πρακτικών από μέρος των διαδηλωτών. Ορισμένες παθογένειες συνεχίζουν να αναπαράγονται. Το ποσοστό των εργαζομένων που συνειδητά απεργεί (ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα) είναι πολύ μικρό, αν αναλογιστούμε τις επικρατούσες συνθήκες. Ακόμη, εξετάζοντας την απεργία ως αυτό που θα έπρεπε να είναι παράλυση δηλαδή της παραγωγικής διαδικασίας διαπιστώνουμε ότι αυτό δε συμβαίνει (με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις). Κατά τη διάρκεια των απεργιακών κινητοποιήσεων η κατανάλωση συνεχίζεται αμείωτα. Όντας αποσπασματικές και με χαμηλή διάρκεια, οι απεργίες των τελευταίων τριών ετών, καταλήγουν να λειτουργούν ως βαλβίδες αποσυμπίεσης της κοινωνικής οργής αδυνατώντας να αποτελέσουν μια συνεχή διαδικασία για την κλιμάκωση του οικονομικού-πολιτικού αγώνα.

   Σε όλα τα παραπάνω δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στο ρόλο των θεσμικών και κομματικών συνδικαλιστικών οργάνων. ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ καθώς και το ΠΑΜΕ έχοντας την πρωτοκαθεδρία στους χώρους εργασίας, ελλείψει ισχυρών αυτοοργανωμένων επαναστατικών σωματείων βάσης, αποτελούν τον κύριο εκφραστή-διαχειριστή των εργασιακών κεκτημένων και δικαιωμάτων. Δε μπορούμε παρά να εναντιωθούμε στο ενδοσυστημικό ρόλο τους, ο οποίος δεν είναι άλλος απ’ το να διατηρούν την πολυπόθητη για τα αφεντικά κοινωνική ειρήνη, διοργανώνοντας απεργίες που αδυνατούν να πάρουν ριζοσπαστικό επαναστατικό χαρακτήρα και να αποτελέσουν πραγματική απειλή.

   Όπως προαναφέραμε, ορίζουμε την απεργία ως την καθολική παράλυση της παραγωγικής διαδικασίας. Αρχίζοντας από τις καθαρά οικονομικές διεκδικήσεις, μέσα από τις ζυμώσεις και την ανάπτυξη συνειδήσεων που γεννιούνται με τη συμμετοχή στην απεργία, αυτές πρέπει να αποκτήσουν τη μορφή συνολικότερου πολιτικού αγώνα.
   Προβάλλει επιτακτική λοιπόν η ανάγκη της επαναστατικής οργάνωσης της εργατικής τάξης. Με εργατικά συμβούλια και αυτοοργανωμένα σωματεία βάσης ενάντια στη λογική της εκπροσώπησης και της ανάθεσης, με τη δημιουργία κολεκτίβων εργασίας και κατάληψη-αυτοδιαχείριση των μέσων παραγωγής από τις εργάτριες και τους εργάτες. Τη δημιουργία δηλαδή ενός νέου πόλου για το συντονισμό και τη διάδοση της αλληλεγγύης ανάμεσα στις εργάτριες και στους εργάτες.

 Από την εργατική χειραφέτηση μέχρι τη γενικευμένη αυτοδιαχείριση

 Για μια κοινωνία χωρίς τάξεις και μισθωτή εργασία

 Για τον κομμουνισμό και την αναρχία.

*το κείμενο μοιράστηκε στην απεργιακή πορεία της 1/12/2011



  Μια κριτική για το «δεν πληρώνω»
  Μεσαία τάξη καλωσόρισες
 
Ό
ταν μιλάμε για μεσαία τάξη εννοούμε το σύνολο των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων στους οποίους συμπεριλαμβάνεται μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης, των οποίων η κατοχή ιδιόκτητης κατοικίας, το ύψος του εισοδήματός τους σε συνδυασμό με τη μονιμότητα καθώς και την άντληση υπεραξίας - για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους - είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του κοινωνικού μπλοκ. Π.χ. τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους - στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα, τους μόνιμους και πάνω από το μέσο όρο αμειβόμενους ιδιωτικούς υπαλλήλους, ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας η οποία παράγει κέρδος π.χ. νοίκι και επιδοτήσεις, αφεντικά μικρομεσαίων επιχειρήσεων, διεκπεραιωτές κλειστών επαγγελμάτων, όπως: γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς…

   Η μεσαία τάξη στην ελλάδα είναι αποτέλεσμα της σταδιακής ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού και κατ’ επέκταση της μεταβολής των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών που ουσιαστικά ξεκίνησε από το 1950 και μετά, ωστόσο εν πολλοίς παγιώθηκε ως κοινωνικό μπλοκ τη δεκαετία του 1980 από την κυβέρνηση της αλλαγής του ΠΑΣΟΚ (‘81). Εξυπηρετούσε, εκτός από την περαιτέρω ανάπτυξη του μονοπωλιακού καπιταλισμού, τις ανάγκες της εποχής (μεταπολίτευση):

   α) για την επιβίωση και προσαρμογή μέσα στο περιβάλλον της ευρωπαϊκής οικονομικής κοινότητας - ένωσης και της προοπτικής της απελευθέρωσης της αγοράς

   β) την κοινωνική απαίτηση για «ίσες» ευκαιρίες ανάμεσα στους πολίτες, για το ξεπέρασμα ουσιαστικά της εποχής των πολιτικών διαχωρισμών (δεξιός-αριστερός).

   Η δημιουργία μιας μεσαίας τάξης που θα αποτελεί την πλειοψηφία της εσωτερικής αγοράς είναι απαραίτητο στοιχείο για την ενδυνάμωση του κεφαλαίου (εγχώριου και διεθνούς), μέσω της μεγέθυνσης της κατανάλωσης για την ανάπτυξη της οικονομίας.

   Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο απαιτείται η ενσωμάτωση μεγάλου ποσοστού της κοινωνίας που μέχρι τότε παρέμενε απών από τα γραφεία των αποφάσεων. Το ΠΑΣΟΚ έδωσε τη λύση, συμπύκνωσε όλη αυτή την ιδεολογία στο σύνθημα της αλλαγής. Μιλάμε δηλ. για τη δημιουργία ή καλύτερα την μεγέθυνση, ενός ελλιπούς κατά τη γνώμη μας, κράτους πρόνοιας έστω και έτσι όμως, αυτός, μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε ο γνώμονας για όλη την προ κρίσης περίοδο. Ένα κράτος πρόνοιας που στηρίχτηκε στη διαφθορά παράλληλα με την τεράστια ανισομέρεια στην κατανομή του πλούτου. Συγκρίνοντας βέβαια τα ευρωπαϊκά κράτη πρόνοιας με το ελληνικό η διαφορά όσον αφορά την απονομή της πρόνοιας είναι απλά τεράστια.

   Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να πούμε ότι το όποιο τέλος πάντων κράτος πρόνοιας δεν προέκυψε μόνο ως απάντηση στους εργατικούς αγώνες που πίεσαν για αυτό το αποτέλεσμα, αλλά επίσης προέκυψε και από τη συστημική ανάγκη να γίνει κάτι τέτοιο. Από την ανάγκη για περαιτέρω κερδοφορία του κεφαλαίου μέσω της γενίκευσης της μισθωτής εργασίας με συνακόλουθο τη δημιουργία εσωτερικής αγοράς, που προαπαιτούσε την κατάργηση των διαχωρισμών. Δεν υπήρξαν γενικευμένοι εργατικοί ή κοινωνικοί αγώνες που να πήραν τη μορφή πολιτικών αγώνων, τέτοιων ώστε να αμφισβητήσουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Υπήρξαν εργατικοί και κοινωνικοί αγώνες που ως επί το πλείστον διεκδικούσαν οικονομικές απαιτήσεις και συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων.

   Έτσι ένα κράτος που δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε με κάθε τρόπο (εμφύλιος, εκλογές βίας και νοθείας, πολιτικές δολοφονίες, αιματηρή καταστολή, κοινωνικοί αποκλεισμοί, χούντα) για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα λίγων και των παρατρεχάμενών τους, το κράτος της δεξιάς, της μίζας και του βύσματος εγκόλπωσε στην λογική και πρακτική του και το εγχείρημα της αλλαγής. Ούτως ή άλλως σε κάθε αλλαγή το νέο εμπεριέχει μέσα του το παλιό. Δεν μπορούμε να είμαστε όμως αφοριστικοί, αλλαγές έγιναν κυρίως στη δομή του κρατικού μηχανισμού και στη συμμετοχή σ’ αυτού όχι μόνο των δεξιών, καθώς και στην ανάπτυξη σε υποδομές. Η συγκεκριμένη περίοδος θεωρούμε ότι αποτελεί το τελευταίο βήμα ενός κράτους που οδεύει από ένα σύστημα φεουδαρχικό - καπιταλιστικό προς ένα αμιγώς καπιταλιστικό. Είναι, μάλλον, το τελευταίο από τα στάδια για την πλήρη εγκαθίδρυση του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Όταν μιλάμε για σύστημα φεουδαρχικό - καπιταλιστικό εννοούμε ένα κράτος το οποίο λειτουργεί βάση πελατειακών σχέσεων, ένα κράτος δηλ. το οποίο προτιμάει να εξυπηρετήσει τις ατομικές - μοριακές απαιτήσεις των ψηφοφόρων παρά να θέσει εκείνους τους κανόνες διαφάνειας ώστε να εξισορροπήσει, τουλάχιστον σε ένα ανεκτό βαθμό, τις εξόφθαλμες αδικίες ανάμεσα στις τάξεις αλλά και ακόμα και εντός των τάξεων. Διασφαλίζει ουσιαστικά την κοινωνική ειρήνη μέσω της γενικευμένης διαφθοράς, ανομίας και παρανομίας που υποκαθιστούν έτσι την όποια ισότητα μεταξύ τάξεων και πολιτών που υπόσχεται η εφαρμογή της διαφάνειας των νόμων. Αυτή η διαδικασία αποτυπώνεται σε αυτό που θα ονομάζαμε «νεοελληνική κουλτούρα» η οποία μάλιστα, αναπαράγεται από τους μηχανισμούς εξουσίας ως εθνική ταυτότητα. Ο έλληνας, ο μάγκας, αυτός που αράζει, το λαμόγιο, ο καταφερτζής, ο έξυπνος, που όπου πήγε πέτυχε με τη μαγκιά του… Με την ανοχή μεγάλου μέρους της κοινωνίας καθοδηγούμενη από το δόγμα της κοινωνικής ανέλιξης διάφοροι, πλούτισαν υπέρμετρα, όλοι αυτοί που ονομάζονται διαπλεκόμενοι.

  
Μεσαία τάξη καληνύχτα     

Ένα τέτοιο, μοντέλο όπως και κάθε άλλο είναι νομοτελειακά σίγουρο ότι έχει ημερομηνία λήξης. Η διαδικασία αυτή όπως κι αν ονομαστεί: μετάβαση ή αναδιάρθρωση ή μετασχηματισμός ή εκσυγχρονισμός, στην περίπτωσή μας σε μια εξελιγμένη καπιταλιστική μορφή, είναι μια περίοδος οξυμένων ταξικών συγκρούσεων, όπου κυρίως οι πρότινος ευνοημένοι προασπίζουν τα συμφέροντά τους. Βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο στο οποίο η πλήρης γενίκευση του μονοπωλιακού καπιταλισμού απαιτεί τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα την εξαγορά και λειτουργία των υπηρεσιών του από ιδιώτες. Δομικό στοιχείο επίσης του μετασχηματισμού είναι η πλήρης απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.  Η περίοδος «ειρηνικής συνύπαρξης» μεταξύ άρχουσας και μεσαίας τάξης μέσω των παραχωρήσεων από την πρώτη, κυρίως όσον αφορά το δημόσιο, έχει παρέλθει οριστικά.

   Η τεράστια ευκαιρία που δόθηκε στα συνδικάτα, στους πρώην αποκλεισμένους και νυν ευνοημένους να μετασχηματίσουν την παραγωγή σε ένα μοντέλο συνδιαχείρισης με κοινά οφέλη για όλους, να μετασχηματίσουν την κοινωνική κουλτούρα σε μια πιο ελευθεριακή βάση (ατομικές ελευθερίες, δικαιώματα, ευκαιρίες και γενικά μια σειρά μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην απαγκίστρωση από κουλτούρες και παραδόσεις μεσαιωνικές - φεουδαρχικές), χάθηκε. Η φούσκα της επίπλαστης ευημερίας έσκασε και μάλιστα δυνατά. Ο μετασχηματισμός της οικονομίας για το πέρασμα σε ένα αμιγώς καπιταλιστικό μοντέλο δεν είναι πια επιθυμία αλλά επιβάλλεται βίαια. Αποτέλεσμα θα είναι η προλεταριοποίηση και συνακόλουθα ή μεγέθυνση της μισθωτής εργασίας ακόμα μεγαλύτερου ποσοστού του πληθυσμού καθώς και η συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Οικονομικά κεκτημένα ολόκληρων συντεχνιών αποτελούν πλέον παρελθόν. Η θέση μας είναι ότι όλα αυτά τα κεκτημένα ήταν άδικα κατανεμημένα όσον αφορά το σύνολο της κοινωνίας και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να τα δικαιολογήσουμε υπό το πρίσμα ότι ήταν αποτέλεσμα εργατικών - κοινωνικών αγώνων, το ότι είναι εργατικός αγώνας δεν σημαίνει ότι αυτομάτως αφορά την ταξική - κοινωνική δικαιοσύνη στο σύνολο του πληθυσμού.

    Έτσι μια μέρα, βγήκαν ξαφνικά, χιλιάδες στους δρόμους και τις πλατείες και άρχισαν να διαμαρτύρονται επειδή τους κοβόταν τα οικονομικά προνόμια που τόσα χρόνια κατείχαν. Βρήκε η αριστερά πεδίο δράσης, έγινε και πάλι  συνομιλητής και προασπιστής των συντεχνιών και των προνομίων. Τα συγκοινωνούντα δοχεία της αριστεράς με τη δεξιά είναι γνωστά, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, γιατί να το κρύψομεν άλλωστε, αφού έχουν κοινά συμφέροντα, μοναδικός σκοπός τους η αντίδραση. Κάπως έτσι ξεφύτρωσε και το «κίνημα δεν πληρώνω», μια συμμαχία όλων αυτών που πλήττονται από τις περικοπές σε επιδόματα, μισθούς, συντάξεις, που ως επί το πλείστον αφορά το σύνολο της μεσαίας τάξης.
  
Δεν ρίχνουμε αφορισμούς και σε καμία περίπτωση δεν υποπίπτουμε στο λάθος του μηδενισμού που αναπαράγει ατομικές λύσεις, ότι κατηγορεί δηλ., αλλά από την άλλη δεν μπορούμε να δώσουμε και συγχωροχάρτι εν μία νυκτί ελαφρά την καρδία στη μεσαία και όχι μόνο τάξη που στήριξε και αναπαρήγαγε όλη αυτή τη κατάσταση. Είναι όπως έλεγαν οι επιζήσαντες γερμανοί και παρατρεχάμενοί τους σχεδόν παντού στην Ευρώπη, μετά τον πόλεμο, ότι κανένας τους δεν κατάλαβε τι γινόταν, κανένας τους δεν είδε, δεν άκουσε τίποτα, μας πίεσαν, αναγκαστήκαμε, ε όχι. Χωρίς να θέλουμε να ταυτίσουμε τις δύο τελείως διαφορετικές περιπτώσεις ωστόσο βρίσκουμε κάποια κοινά στοιχεία ανάμεσα τους. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στα μέρη μας τελευταία και δυστυχώς κάποιοι, όχι μόνο δίνουν συγχωροχάρτι αλλά απαιτούν και παραμονή στην παρελθούσα κατάσταση, κρίμα.


   Όνειρα επαναστατικά

   Το δεν πληρώνω είναι ένα εργαλειακό μέσο.  Χρησιμοποιείται κυρίως από τους έχοντες προς τους υπαλλήλους - εργάτες τους με τη μορφή ενσήμων, αναλογία μισθών, αλλά και προς τρίτους π.χ. φόροι. Η συγκεκριμένη πρακτική εδώ και αιώνες έχει αποδειχθεί επικερδής για όσους την ακολουθούν και δεν είναι λίγοι. Μια σειρά μέτρων, απότοκα του μνημονίου, δημιούργησαν μια τάση για μη καταβολή πληρωμής σε διάφορα εισπρακτικά μέτρα όπως διόδια, χαράτσι, έκτακτη εισφορά. Αν και κατά βάση υπάρχει το δίκαιο σε αυτήν τη λογική, αυτό ωστόσο δεν εξισώνει τους πάντες όσον αφορά την πρακτική του. Δεν εξισώνει τον ιδιοκτήτη κατοικίας Πανοράματος - Καλαμαριάς με τον ιδιοκτήτη κατοικίας Δενδροποτάμου, ούτε τον ιδιοκτήτη μερσεντές με τον ιδιοκτήτη ενός κοινού αυτοκινήτου και σε καμία περίπτωση δεν εξισώνει τον ιδιοκτήτη γενικά, με τον ενοικιαστή. Μιλάμε δηλαδή για την τάξη των ιδιοκτητών, καμία κριτική για το θεσμό της ιδιοκτησίας δεν έχει αρθρώσει το κίνημα δεν πληρώνω. Αλλά που να τολμήσει να το κάνει, θα έπρεπε να ξεκινήσουν με μια γερή δόση αυτοκριτικής η οποία μάλλον θα συντάραζε συθέμελα το οικοδόμημα της αριστεράς μαζί με τους υποστηρικτές της, που θα τους γυρνούσαν μια και καλή την πλάτη. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν δική τους κατοικία και άλλοι που έχουν πάνω από μία τότε το πρόβλημα θα παραμένει, είτε πληρώσουν το χαράτσι όλοι, είτε κανένας, είτε οι μισοί. Ταξική διάρθρωση της κοινωνίας λέγεται αυτό το φαινόμενο που οδηγεί εκεί.

   Τα εισπρακτικά μέτρα είναι άδικα για ένα μέρος της κοινωνίας, το δεν πληρώνω ξεκινάει από μια σωστή βάση σε περίπτωση που διαχωρίζει αυτούς που πλήττονται, αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει προταγματικό λόγο για το ποιος να πληρώσει, η λύση που αφήνεται να εννοηθεί είναι, είτε να πληρώσει το κράτος, είτε να πληρώσει το κεφάλαιο. Ουσιαστικά αυτό που ενδόμυχα αποζητούν είναι να μην πληρώσουν οι ίδιοι, να παραμείνουν στη πρότερη κατάσταση των προνομίων. Περίεργο να το υποστηρίζουν αυτό και μάλιστα να κλαίγονται, άνθρωποι που τους πληρώνει το κράτος πλουσιοπάροχα, είτε άλλοι που γι’ αυτούς έχει δημιουργήσει, νομοθετικά μια σειρά προνομίων και απολαμβάνουν δυσανάλογες αμοιβές. Είναι λογικό να μην θέλει να πληρώσει καθηγητής πανεπιστημίου με 2.500 ευρώ μισθό το μήνα, μία εφοριακός με τον ίδιο μισθό, ένας ιδιοκτήτης 10 διαμερισμάτων, μία συμβολαιογράφος, ένας, μία;

   Απέναντι στη νέα κατάσταση που δημιούργησε η κρίση και επιβάλλει την μερική συρρίκνωση και τον μετασχηματισμό της μεσαίας τάξης, προκύπτουν διάφορες μορφές αντίδρασης, πλατείες, αγανακτισμένοι, δεν πληρώνω, το φαινόμενο της εξέγερσης των μικροαστών. Κι’ αυτό γιατί τα περιεχόμενα του φαινόμενου, αποκαλύπτουν την πραγματικότητα των αιτημάτων και των σκοπών του που κινούνται στα πλαίσια του ρεφορμισμού, της στείρας άρνησης και της αντίδρασης.

το κίνημα, μέσα από την ανάγκη του να φανεί ότι πραγματώνει το υπαρξιακό του Είναι, τον ανθρωπισμό, μέσω της αλληλεγγύης, τσουβαλιάζει τους πάντες ως θύματα, καμία κριτική δεν γίνεται για την σύνθεση αυτής της τάσης και του κινήματος, όλοι χωράνε, αφού όλοι πλήττονται, επικίνδυνες εξισώσεις, ταξική ανάλυση απούσα.

οι λύσεις που προτείνει διεκπεραιώνονται μέσα από τα κοινωνικά κινήματα που δημιουργεί το τσουβάλιασμα,  ως εκ τούτου και μέσα από την ιστορική εμπειρία, τα κοινωνικά κινήματα αν δεν μετατραπούν σε πολιτικά διαλύονται,

 τα περιεχόμενα των λύσεων που προτείνονται είναι η ανυπακοή και αντίσταση, άρνηση και αντίδραση πασπαλισμένη από λίγη οργάνωση με βάση την άμεση δημοκρατία και τη συνέλευση στη γειτονιά. Αοριστία αγάπη μου.
καμία κριτική στον τρόπο παραγωγής, στη μισθωτή εργασία, στη κατοχή των μέσων παραγωγής, στην ιδιοκτησία, ευλαβική προσήλωση στη προάσπιση των συντεχνιακών προνομίων, ως προάσπιση των νικών και των κεκτημένων των εργατικών αγώνων. Το διαίρει και βασίλευε από τη μεριά των από τα κάτω.

γενικό αίτημα αυτών των αντιδράσεων είναι να φύγει η κυβέρνηση η ΕΕ και το ΔΝΤ. Η κυβέρνηση άλλαξε και θα ξανά αλλάξει, είναι κάποιου είδους νίκη αυτή η αλλαγή; Η έξοδος από το ευρώ μόνο χειρότερα μπορεί να κάνει τα πράματα για την πλειοψηφία, αλλά και με τη δραχμή θα γίνει κάτι καλύτερο; μπορούμε να προσδοκούμε ένα καλύτερο μέλλον; Το δίλλημα δεν είναι το νόμισμα αλλά το μοντέλο παραγωγής που καθορίζει την αξία του και κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μονάχα με πολιτικά κινήματα που θα επιζητούν την επαναστατική αλλαγή.
δεν παρουσιάζεται μια χειροπιαστή λύση για το ποιος να πληρώσει, η κριτική γίνεται στο αποτέλεσμα και όχι στις γενεσιουργές αιτίες που οδήγησαν και θα οδηγήσουν ξανά στην ίδια κατάσταση. Αν δεν αλλάξει ο τρόπος παραγωγής εν γένει, πάντα οι ίδιοι θα πληρώνουν, δυσανάλογα.

καμία κριτική για την υπερκατανάλωση των αρνητών πληρωμής, βέβαια η κατανάλωση γενικά μειώθηκε, το θέμα είναι ποιους έπληξε πιο πολύ, αλλά μήπως γι’ αυτό αντιδρούν, επειδή δεν μπορούν να καταναλώνουν με τους ίδιους ρυθμούς με πριν;

   Εν τέλει φτάνουμε στο δια ταύτα του κινήματος δεν πληρώνω, είναι το πρώτο βήμα λέει, για να προσεγγίσεις ανθρώπους που μέχρι τώρα ήταν επαναπαυμένοι στη επίπλαστη οικονομική ευημερία και σήμερα θέλουν να αντιδράσουν. Κανένα πρόβλημα ως εδώ, πολύ σωστή στρατηγική για την ενδυνάμωση του κινήματος.    Διαβάζοντας τον Λένιν μπορούμε να εξηγήσουμε αυτού του είδους τις πρακτικές: «Όποιος περιμένει μια «καθαρή» κοινωνική επανάσταση, δεν θα τη δει ποτέ του. Αυτός είναι επαναστάτης στα λόγια που δεν καταλαβαίνει τι θα πει αληθινή επανάσταση. Η ρωσική επανάσταση του 1905 ήταν αστικοδημοκρατική. Αποτελούνταν από μια σειρά μάχες όλων των δυσαρεστημένων τάξεων, ομάδων και στοιχείων του πληθυσμού. Ανάμεσα τους υπήρχαν μάζες με τους πιο ασαφείς και φανταστικούς σκοπούς του αγώνα, υπήρχαν ομαδούλες που έπαιρναν λεφτά από τους ιάπωνες, υπήρχαν κερδοσκόποι και τυχοδιώκτες κτλ. Αντικειμενικά, το κίνημα των μαζών τσάκιζε τον τσαρισμό και ξεκαθάριζε το δρόμο για τη δημοκρατία, γι’ αυτό το καθοδηγούσαν οι συνειδητοί εργάτες. Η σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά το ξέσπασμα της μαζικής πάλης όλων των καταπιεζόμενων και δυσαρεστημένων. Αναπόφευκτα θα πάρουν μέρος σ’ αυτήν τμήματα των μικροαστών και των καθυστερημένων εργατών  -  χωρίς μια τέτοια συμμετοχή δεν είναι δυνατή η μαζική πάλη, δεν είναι δυνατή καμιά επανάσταση  -  κι εξίσου αναπόφευκτα θα φέρουν μαζί τους στο κίνημα τις προλήψεις τους, τις αντιδραστικές τους φαντασιοπληξίες, τις αδυναμίες και τα λάθη τους» (1916).

   Το ζήτημα είναι τι είδους κίνημα επιζητεί η κάθε ομάδα που συμμετέχει σ’ αυτή τη διαδικασία. «Δεν πρέπει να τους τρομάξουμε αρθρώνοντας επαναστατικό λόγο, πάμε σιγά σιγά». Πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει θέληση και υπόβαθρο για επαναστατικές λύσεις και η υποκρισία περισσεύει. Οι όποιες λύσεις, τα όποια προτάγματα, πρέπει να θέτουν το πρόβλημα στη βάση του, στη ταξική δόμηση του καπιταλιστικού κόσμου, στη μισθωτή εργασία, στην ιδιοκτησία. Και συνεχίζει ο Λένιν «Αντικειμενικά όμως θα επιτίθενται ενάντια στο κεφάλαιο και η συνειδητή εμπροσθοφυλακή της επανάστασης, το πρωτοπόρο προλεταριάτο, εκφράζοντας αυτή την αντικειμενική αλήθεια της ποικιλόχρωμης και ποικιλόφωνης ανομοιόμορφης και εξωτερικά κομματιασμένης μαζικής πάλης, θα μπορέσει να τη συνενώσει και να την κατευθύνει, να κατακτήσει την εξουσία». Θεωρούμε ότι αυτή η πρακτική συμμαχιών με μικροαστικά και μεσοαστικά κοινωνικά στρώματα δεν μπορεί να πάρει τη μορφή επαναστατικών λύσεων για τον απλό λόγο ότι δεν υπάρχει εκείνη η συμμαχία ομάδων μέσα στο κίνημα που να μπορεί να οδηγήσει σε μια τέτοια κατάσταση, εκμεταλλευόμενη τις αντικειμενικές συνθήκες της όξυνσης της ταξικής πάλης που δημιουργεί η κρίση. Όπως λέει ο Μάο Τσε Τούνγκ: «Για να είμαστε σίγουροι πως θα μπάσουμε την επανάσταση στο σωστό δρόμο και πως θα την οδηγήσουμε αναπόφευκτα στη νίκη, οφείλουμε να συσπειρώσουμε γύρω μας τους πραγματικούς μας φίλους και να καταφέρουμε χτυπήματα στους πραγματικούς μας εχθρούς… για να ξεχωρίσουμε τους πραγματικούς μας φίλους από τους πραγματικούς μας εχθρούς, οφείλουμε να κάνουμε μια γενική ανάλυση της οικονομικής κατάστασης των διάφορων τάξεων της κοινωνίας και της στάσης τους απέναντι στην επανάσταση»[1]. Θεωρούμε ότι τέτοιες συμμαχίες, με αυτά τα κοινωνικά κομμάτια, που το μόνο που επιζητούν είναι η επιστροφή στη παρελθούσα κατάσταση, αν δεν είναι τουλάχιστον εφήμερες, είναι εν μέρει επικίνδυνες όχι μόνο επειδή αποπροσανατολίζουν από τον σκοπό και τη βάση των προβλημάτων, αλλά και επειδή σε περίοδο απουσίας οργανωμένου επαναστατικού κινήματος, που να μπορεί τουλάχιστον να προτάξει κάτι θεμελιακά διαφορετικό, αυτού του είδους οι αντιδράσεις είναι αναπόφευκτο να τις ενσωματώσουν και να τις εκμεταλλευτούν κατά το δοκούν οι μηχανισμοί εξουσίας προς το συμφέρον τους.

Την ώρα που γραφόταν το κείμενο το συμβούλιο της επικρατείας αποφάσισε ότι το χαράτσι είναι νόμιμο, ως προσωρινό μέτρο, αλλά όχι μέσο πληρωμής από το λογαριασμό της ΔΕΗ. Το υπουργείο όμως είπε ότι όποιος δεν πληρώνει δεν θα ’χει ρεύμα. Νίκη ή ήττα;



ΠΑΜΕ ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ ΠΑΜΕ

Δ
ιανύοντας τον 3ο μήνα απεργίας στη χαλυβουργία οι απεργοί έχουνε κερδίσει, εμάς, τις «ριζοσπαστικές» ατομικότητες αλλά και επαναστατικές συλλογικότητες που βλέπουμε τα μέτρα και τα χρόνια να περνούν, χωρίς να οργανωνόμαστε αποτελεσματικά. ‘Έχουν κερδίσει: την πρωτοπορία του αγώνα που θέτει τα όρια των υποχωρήσεων. Έχουν κερδίσει τη συμμετοχή, την πάλη, την αλληλεγγύη μεταξύ τους, τα συμφέροντα της τάξη τους ολόκληρης. Μπροστά στην ένοχη συνωμοσία της σιωπής που επικρατεί στην ελληνική επικράτεια μπόρεσαν και στέκονται όρθιοι ακόμα.

    Δυστυχώς ο καπιταλισμός θα μας συντρίψει...Αυτοδιαχείριση η λύση..

   Σε μια εποχή που οι εργασιακές σχέσεις αναδιαρθρώνονται προς όφελος του κεφαλαίου, οι αντιστάσεις των εργατών – παραγωγών δεν θα πρέπει να μένουν μόνο σε οικονομικές διεκδικήσεις. Οι συνομιλίες δε θα πρέπει να γίνονται μεταξύ εργοδοτών και εργατών αλλά μεταξύ εργατών-κράτους-κοινωνίας. Όταν θέλουμε να μιλάμε για κοινωνικό διάλογο θα πρέπει να εξετάζουμε το σύνολο των αναγκών της πλειοψηφίας (εργάτες) και όχι τη συνεργασία με τη μειοψηφία (βιομήχανοι).

   Βάσει των παραπάνω πιστεύουμε ότι πρέπει οι ίδιοι οι εργάτες να καθορίζουν τις ανάγκες και τις επιδιώξεις τους και ότι το αίτημα που πρέπει να επιδιώκουν είναι η εξισωτική κατανομή του πλούτου που παράγουν. Ίσοι μισθοί για όλους, ανώτερα και κατώτερα στελέχη, γιατροί και σκουπιδιάρηδες. Καταστροφή στη πράξη του κοινωνικού αυτοματισμού με τη δημιουργία κοινού μισθού. Η ιδέα του εξισωτικού κομμουνισμού στο σήμερα, μόνο ουτοπία δεν μπορεί να είναι, καθώς πιστεύουμε ότι θέτει ρεαλιστικά το ζήτημα της οργάνωσης και της δομής που θέλουμε σήμερα για την πράξη του αύριο (με τον όρο πράξη εννοούμε την υλική δράση των ανθρώπων που κατευθύνεται προς ένα σκοπό, την κοινωνική επανάσταση, την αφομοίωση και μεταμόρφωση της αντικειμενικής πραγματικότητας, τη γενική βάση εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας και της γνώσης).


Ούτε κρατικό

   Μία νίκη αν δεν έχει συνέχεια δεν κερδίζει τον πόλεμο. Η οργάνωση πρέπει να περάσει στην ουσία του επαναστατικού προτάγματος και να μάθει από τα λάθη του παρελθόντος. Η αποτυχία εφαρμογής και διαχείρισης του «υπαρκτού» σοσιαλισμού οφείλεται αν μη τι άλλο, στην απουσία συνείδησης των εργατών που επέτρεψε σε μία ολιγαρχία να διοικεί και να αποφασίζει γι’ αυτήν, από τη μία και από την άλλη, τη μη παραγωγικότητα των εργατών.

   Το μοντέλο που προτείνουμε στους αγωνιστές της χαλυβουργίας αλλά και η πρόταση προς τη κοινωνία της κρίσης του καπιταλισμού είναι η συμμετοχική αυτοδιαχείριση της κοινωνίας των εργατών. Η παραπάνω πρόταση στη συγκεκριμένη επιχείρηση επιτρέπει την επαναλειτουργία του εργοστασίου με τη παράκαμψη του εργοδότη και εισαγάγει κατά εμάς μια συνολική απάντηση για το ξεπέρασμα της κρίσης του καπιταλισμού γενικότερα.


Ούτε ιδιωτικό

   Με βασική αρχή την ιδέα της αυτοδιαχείρισης στο σήμερα προτείνουμε : 

Άμεση επαναλειτουργία του εργοστασίου της χαλυβουργίας με αυτοδιαχείριση των εργατών.

Κρατική παρέμβαση για τη προμήθεια πρώτης ύλης αλλά και διάθεσης του εμπορεύματος σε μέση τιμή αγοράς, είτε προς κρατικά έργα, είτε τη διευκόλυνση για εξαγωγή με διακρατική συμφωνία.

Αξιακό μας μέσο είναι η κατάληψη των μέσων παραγωγής. Στην περίπτωση όμως που οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει για τη γενίκευση του φαινομένου και την απαλλοτρίωση του εργοστασίου στηρίζουμε τη συνέχιση της απεργίας και πίεση για εξαγορά μετοχών από το κράτος με τη μορφή δανείου προς τους εργαζόμενους (η αποπληρωμή θα βαρύνει τους εργαζομένους ισόποσα και προσωπικά).

Εισαγωγή της κοινωνικής χαλυβουργίας στην ελεύθερη αγορά. Η κρατική παρέμβαση αφορά μόνο τη διευκόλυνση προμήθειας και διάθεσης προϊόντος σε περίπτωση αναμενόμενου μποϋκοτάζ από τα καρτέλ κατασκευαστών. 

   Με τη παραπάνω πρόταση δεν υποστηρίζουμε την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής καθώς εκτός του ότι θεωρούμε το μέσο αντιπαραγωγικό διαφωνούμε γενικότερα με ένα τέτοιο μοντέλο οργάνωσης. Αντίθετα πιστεύουμε πως η συνειδητοποίηση των εργατών ως αυτόνομων παραγωγών είναι η αρχή για μία κοινωνία κομμουνιστική.

   Πολιτικός φορέας - κίνημα στήριξης είναι το μέσο που θα πιέσει για τη δική του παραγωγή. Η προοπτική δημιουργίας αυτόνομης παραγωγής μέσα στον καπιταλισμό με σκοπό την ανατροπή του, προϋποθέτει :

την γενίκευση του φαινόμενου,

την παραδειγματική δημιουργία-λειτουργία ανάλογων εγχειρημάτων,

την κοινή ιδεολογική πλατφόρμα δράσης ανθρώπων (αρχικά) που θα ενωθούν μέσα από την οικονομική - ιδεολογικοπολιτική ανάγκη για να μπορέσουν να επανασυστήσουν τα κοινωνικά ταμεία, να δώσουν λύση στην ανεργία. 

   Το εγχείρημα της χαλυβουργίας θα πρέπει να λειτουργήσει παραδειγματικά και να συμπαρασταθεί ανατροφοδοτούμενο, από και προς τους υπόλοιπους εργαζομένους. Το μοντέλο της αυτοδιαχείρισης δεν αφορά μοναδικούς τομείς παραγωγής ή μεμονωμένες επιχειρήσεις αλλά το σύνολο της παραγωγής σε όλους τους τομείς. Πιο συγκεκριμένα το μοντέλο περιλαμβάνει επιχειρήσεις που πτωχεύουν (εικονικά ή πραγματικά), που μεταναστεύουν (αλλαγή τόπου παραγωγής), που ιδιωτικοποιούνται (Ε.Υ.Α.Θ, Δ.Ε.Η), που απολύουν, που ελαστικοποιούν ώρες και θέσεις εργασίας, που κατανέμουν άνισα τον πλούτο που παράγουν ακόμα και ανάμεσα στους εργαζομένους τους.

   Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Όταν, οι διεκδικήσεις για μεγάλωμα μισθών αποδειχθούν μάταιες(παγκοσμιοποίηση, μνημόνιο, ΔΝΤ, στάση πληρωμών), όταν οι καθημερινοί υπερκαταναλωτές τελικά πληρώσουν, όταν η πραγματική ανεργία φθάσει το 20%, όταν τα κοινωνικά ταμεία τείνουν προς κατάρρευση και όταν, τελικά, εγκαταλειφθεί η γενικευμένη άρνηση που τους διακατέχει ίσως τότε, πριν είναι πολύ αργά, επαναστατικοποιήσουν τα προτάγματά τους για την οικοδόμηση της αταξικής κοινωνίας,.

   Δεν μας αρκούν χίλιες αρνήσεις, αλλά άλλες τόσες καταφάσεις.

   *το κείμενο κυκλοφόρησε περίπου δύο εβδομάδες πριν από την επίσκεψη της χρυσής αυγής στο εργοστάσιο. Γεγονός το οποίο μόνο αηδία και σκέψεις μπορεί να προκαλέσει. Παρ’ όλα αυτά θεωρούμε ακόμα το πρόταγμα του κειμένου επίκαιρο και ρεαλιστικό ως ενδεχόμενο όσον αφορά την τροπή τέτοιων αγώνων στο σήμερα.




Η αβάσταχτη φρίκη του εθνικισμού

Τ
ο φαινόμενο του εθνικισμού δεν είναι κάτι τωρινό. Προϋπήρχε με τη μορφή του φυλετισμού ή τοπικισμού, αλλά εμφανίστηκε συστηματικά πριν από 3 αιώνες περίπου ως ιδέα και εδραιώθηκε κατά τον 19ο αιώνα με την εμφάνιση των εθνικών κρατών. Φυσικά, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, τα χρόνια εκείνα ο όρος έφερε ένα θετικό φορτίο και ήταν κάτι ριζοσπαστικό, ενώ τώρα μια ακραία και «άρρωστη» ιδεολογία σε αντίθεση με τον «υγιέστατο» πατριωτισμό.

    Κι όμως, παρόλα αυτά, ο εθνικισμός οφείλει την γέννησή του στον πατριωτισμό και μάλιστα είναι μια ακραία συνέπειά του. Η «υγιής» αγάπη προς την πατρίδα καταλήγει πολλές φορές στο μίσος προς τους άλλους λαούς, πράγμα κατευθυνόμενο και άκρως επιθυμητό από τους δημιουργούς «εκτάκτων καταστάσεων εθνικού κινδύνου». Εξάλλου, η τύφλωση και η προσήλωση στα κατά το δοκούν εθνικά ιδεώδη μόνο εκεί οδηγεί. Αποτέλεσμα η απορρόφηση της ζωτικότητας των κατώτερων τάξεων από εθνικές αψιμαχίες και πολέμους και κατ’ επέκταση η εκμετάλλευσή τους από τις άρχουσες τάξεις, με θύματα φυσικά μόνο από τους πρώτους.

    Κλασικό παράδειγμα των παραπάνω οι διάφοροι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι που ξεσπούν κατά καιρούς, οι οποίοι οργανώνονται από κυβερνήσεις και οικονομικές ελίτ που χρησιμοποιούν τους ανθρώπους ως αναλώσιμη ύλη, μόνο και μόνο για την επίτευξη των στόχων τους. Παρόλα αυτά, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι οι ίδιες στερούνται του απαραίτητου λαϊκού ερείσματος για την διεκπεραίωση των πολέμων αυτών, κάτι που ασφαλώς προέρχεται από τη συνεχή προπαγάνδα που δημιουργεί με τη σειρά της το πολυπόθητο για τους εξουσιαστές μίσος, παρέα με την αναγκαία τύφλωση. Εδώ, πρέπει να τονιστεί ότι η αντιμετώπιση του ιμπεριαλιστικού φαινομένου από εθνικιστική πλευρά (π.χ. οι κακοί Αμερικάνοι) είναι απλώς η ίδια πολιτική και συνεισφέρει στην ένταση της αυτής προπαγάνδας. Τουναντίον, ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και οι εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι απλώς αντικατέστησαν την ξένη εξουσία από μια εγχώρια, συχνά σκληρότερη, η οποία ουσιαστικά επιτελούσε την ίδια λειτουργία με την προηγούμενη (ελληνική επανάσταση του 1821)*

  Ο εθνικισμός, όμως, δεν παρουσιάζεται μόνο με τη μορφή του ιμπεριαλισμού, αλλά και μ’ αυτήν του φυλετικού διαχωρισμού (οι δυο αυτές μορφές αλληλοσυνδέονται τις περισσότερες φορές). Οι διάφορες φυλετικές θεωρίες που εμφανίζονται κατά καιρούς χωρίζουν τους λαούς σε ανώτερους και κατώτερους γενετικά. Έτσι, τα «ανώτερα» φύλα πρέπει είτε να εκτοπίσουν από τη περιοχή τους τα «κατώτερα» ώστε να εξασφαλίσουν την ‘’καθαρότητά’’ τους είτε ακόμη και να τα εξαφανίσουν με γενοκτονία. Φυσικά, αυτού του είδους τα διακυβεύματα δεν μπορούν να υποστηριχθούν επιστημονικά, παρά τις εκάστοτε μελέτες που παρουσιάζονται κατά καιρούς, καθώς και την εμφάνιση ανυπόστατων θεωριών από κάποιους επιστήμονες που το μόνο που τις στηρίζει είναι το κύρος των επιστημόνων αυτών (Watson). Εξάλλου, ο φυλετικός διαχωρισμός δεν εμπόδισε τους ναζί να συνεργαστούν με «κατώτερες» φυλές απ’ αυτούς (Ιταλοί, Ισπανοί, σλαβικά φύλα), καθώς επίσης και να κατατάσσουν λαούς πότε στον πάτο του διαχωριστικού τους οικοδομήματος πότε στη μέση ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντά τους.

   Σ’ αυτό το σημείο, σημαντικό είναι να υπάρξει μια μικρή επισήμανση: ο χωρισμός σε φυλές είναι μια μεταβαλλόμενη διαδικασία που συνεχίζεται επί αιώνες σε αντίθεση με τον χωρισμό σε έθνη, ο οποίος είχε ως αφετηρία την Γαλλική Επανάσταση του 1789. Οι διαχωρισμοί αυτοί το μόνο που κάνουν είναι να σκορπούν τη διχόνοια στους λαούς και να οδηγούν σε αιματοχυσίες και σφαγές ανθρώπων που σίγουρα έχουν κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά, έχουν όμως ως κοινό στοιχείο την καταπίεση που υφίστανται. Τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά (π.χ. γλώσσα) είναι εκφραστές της ιδιομορφίας κάθε λαού κι είναι απαραίτητα για τη συνέχιση της ανθρώπινης ιστορίας σε αντιδιαστολή με τα στοιχεία που, είτε προέρχονται από την παράδοση είτε όχι, διατηρούν και αναπαράγουν την ανισότητα (π.χ. η μειωτική θέση της γυναίκας στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία, αλλά και στην σύγχρονη).

   Κατά τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας (όπως και παλαιότερα με κάποιες μικρές διαφορές), λοιπόν, τα καταπιεζόμενα κοινωνικά στρώματα «απορροφούνταν» από εθνικιστικά και πατριωτικά ιδεώδη ώστε να λησμονούν τις εκάστοτε κοινωνικές ανισότητες κι έτσι να παραβλέπουν τον αληθινό εχθρό τους, που δεν είναι άλλος από την εξουσία (πολιτική ή οικονομική). Η δημιουργία γεωγραφικών και ιδεολογικών συνόρων, καθώς και διάφορων αλυτρωτικών θεωριών αποτελεί μια μακροχρόνια διαδικασία για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των λαών με τη βοήθεια διωγμών και μαζικών εκκαθαρίσεων πληθυσμών (γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία των Βαλκανίων, αλλά και ολόκληρου του κόσμου).

   Γι’ αυτό, καθοριστική σημασία έχει  η αρμονική συμβίωση των λαών, κάτι που συνεπάγεται αφενός τη διατήρηση κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κι αφετέρου την αποβολή των στοιχείων εκείνων που συντηρούν και διαιωνίζουν την εξουσία και την ανισότητα, όπως αναφέρθηκε και πριν. Κάτι τέτοιο επ’ ουδενί δεν μπορεί να συμβεί υπό το πρίσμα της Αγοράς (παγκοσμιοποίηση), η οποία αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως εργατικό δυναμικό, αλλά με βάση τη διαχείριση από τους ίδιους τους λαούς των ζωών τους χωρίς αφεντικά, διαμεσολαβητές, ιεραρχίες κι εκπροσώπους.

   Από εμάς τους ίδιους, λοιπόν, σε μια αναρχική, αταξική, κομμουνιστική κοινωνία. Γιατί η ύπαρξή μας δεν κινδυνεύει παρά μόνο από τα αποστειρωμένα μυαλά που μένουν προσκολλημένα και προσηλωμένα σε παλιές ρομαντικές εποχές υποτιθέμενης αγνότητας ή στα ήδη υπάρχοντα καταπιεστικά καθεστώτα.

*πάντως και τέτοιου είδους ‘’ανεξάρτητα’’ εθνικά κινήματα πάντα χρειάζονται την ξένη βοήθεια για να εδραιωθούν (ναυμαχία του Ναβαρίνου, γερμανική βοήθεια προς Φράνκο)

Μορφές και περιεχόμενα
Π
ροφανώς θέλουμε να πιστεύουμε ότι αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με μια διαλεκτική ματιά. Θα ήταν λάθος λοιπόν για εμάς να λέγαμε ότι το περιεχόμενο ενός «πράγματος» είναι κάτι εντελώς διαχωρισμένο και διαφορετικό από την «μορφή» του και ότι στερούνται σχέσης και ικανότητας επιρροής το ένα στο άλλο. Όπως τονίσαμε ήδη, αυτή η δυϊστική αντίληψη δε μας αναλογεί. Αντιθέτως θεωρούμε ότι η μορφή δε στερείται  περιεχομένου και το περιεχόμενο δε στερείται μορφής. Επίσης το περιεχόμενο αντανακλάται στη μορφή, όπως και το αντίστροφο, σε βαθμό πολλές φορές η διάκριση μεταξύ των δυο αυτών κατηγοριών να είναι αδύνατη. Και αυτό μάλλον είναι και το ιδανικότερο.

   Καλά ως εδώ, αλλά όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι μας αρκεί απλώς να προσδιορίσουμε και να διαμορφώσουμε το ένα από τα δύο και αυτό με τη σειρά του να αντανακλάσει στο άλλο και να το επηρεάσει;  Όχι! Σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Εφόσον οι μορφές και τα περιεχόμενα βρίσκονται σε ανοιχτή, δυναμική και ρευστή μεταξύ τους σχέση και όχι σε μια κλειστή μηχανιστική, κάθε πρόθεση μας να επηρεάσουμε «κάτι» πρέπει  να στοχεύει και στις δυο αυτές κατηγορίες ταυτόχρονα.
   Όσο και αν δε φαίνεται, κάπου θέλουμε να καταλήξουμε. Και ένα πιο προσγειωμένο παράδειγμα νομίζουμε ότι θα βοηθήσει. Και μάλιστα όχι κανένα τυχαίο και βαρετό παράδειγμα με δοχεία και υγρά, αλλά ένα παράδειγμα βγαλμένο από την κινηματική μας ζωή.

   Ας βάλουμε τις πρώτες ύλες - λέξεις που όλοι/ες αγαπήσαμε:

   αυθόρμητα, πλατεία, συνέλευση, οριζόντιες διαδικασίες, αμεσοδημοκρατικά, αυτοοργανωμένα, αδιαμεσολάβητα. 

   Ωραία. Για να δούμε τώρα τι θα βγάλουμε:

   Λοιπόν μια φορά και έναν καιρό κάπου σε μια όμορφη πλατεία είχε μαζευτεί κόσμος και κοσμάκης. Άντρες, γυναίκες, νέοι, γεροί και παιδιά την είχαν πλημυρίσει. Όχι, δεν ήταν καμία γιορτή, κανένα πανηγύρι ή η περιφορά κανενός αγίου λειψάνου. Αλλά ήταν μια λαϊκή συνέλευση. Και μάλιστα μια λαϊκή συνέλευση που δεν είχε οργανωθεί από κανέναν δήμαρχο, παπά ή άλλο «μεγάλο άνδρα» της περιοχής.  Ήταν μια αυθόρμητη συγκέντρωση. Απλώς κάποιοι μια μέρα, καθήμενοι σε αυτή την πλατεία είχαν πιάσει μια συζήτηση. Μια συζήτηση για ένα κοινό τους πρόβλημα που όπως πίστευαν τους αφορούσε όλους. Και απ’ ότι φάνηκε αποδείχτηκαν σωστοί γιατί όσο περνούσε η ώρα, όλο και περισσότεροι συμμετείχαν σε αυτήν. Και με τη συζήτηση έχασαν την αίσθηση του χρόνου και η νύχτα έπεσε. Τότε αποφάσισαν όλοι μαζί να το διαλύσουν και να ξαναμαζευτούν την επόμενη μέρα. Και μάλιστα όχι μόνον αυτό αλλά θα έφερναν όλοι και όσους περισσότερους ακόμα μπορούσαν. Έτσι και έγινε λοιπόν. Τον λόγο μπορούσε να πάρει οποιοσδήποτε, και να πει ότι ήθελε. Δεν υπήρχαν προαπαιτούμενα. Ούτε αρχηγοί και ηγέτες – φανερά τουλάχιστον γιατί άτυπα… αλλά βέβαια αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες των συνελεύσεων. Οι διαδικασίες ήταν οριζόντιες. Η συνέλευση λοιπόν παίρνει μια απόφαση αμεσοδημοκρατικά με ανάταση χειρός. Η γνώμη κάποιων διαφωνούντων συνθλίβεται απλά από την πλειοψηφία. Και μάλιστα την υλοποιούν όλοι μαζί, όσοι την ψήφισαν, χωρίς αντιπροσώπους και υπευθύνους, εκείνη κιόλας τη στιγμή. Αυτοοργανωμένα και αδιαμεσολάβητα επιτίθενται όλοι μαζί στον γειτονικό καταυλισμό των μεταναστών, καταστρέφοντας τα πρόχειρα καταλύματα τους και τρέποντας τους σε φυγή. Η δημοκρατία είχε αναστηθεί στον τόπο που την γέννησε.

   Νομίζουμε πως πλέον έγινε κατανοητό το τι προσπαθούσαμε από την αρχή να πούμε. Θα μπορούσε κάλλιστα ένα πογκρόμ ενάντια σε μετανάστες, ομοφυλόφιλους, χρήστες ουσιών ή σε όποια άλλη ομάδα ή μεμονωμένα άτομα διαταράσσουν την εκάστοτε κοινωνική κανονικότητα, να αποφασιστεί αυθόρμητα, με οριζόντιες διαδικασίες, αμεσοδημοκρατικά και να πραγματωθεί αυτοοργανωμένα και αδιαμεσολάβητα.

   Ξέρουμε ότι δε λέμε και κάτι πρωτότυπο. Αυτός ο προβληματισμός έχει ήδη μπει από συντρόφισσες και συντρόφους σε συνελεύσεις, συζητήσεις, κείμενα, κ.α.  Απλώς αυτό που κάνουμε είναι να εφιστούμε την προσοχή σε κάτι που, αντιστρέφοντας ένα γνωστό κλισέ, θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη φράση τα μέσα δεν αγιάζουν τον σκοπό.

   Και όλα αυτά τα λέμε γιατί τελευταία έχουμε παρατηρήσει, από τους/τις εμπλεκόμενους/ες στα κινήματα, μια γενικότερη προσήλωση (μερικές φορές στα όρια του φετιχισμού) ακριβώς σε τέτοια μέσα. Όπως παρατηρούμε ταυτόχρονα και μια αυξανόμενη απουσία διατύπωσης έστω και του πιο αφαιρετικά σκιαγραφημένου σκοπού. Και προφανώς αναφερόμαστε στον πολιτικό σκοπό. Για μας αυτό είναι εξίσου επικίνδυνο με την πρωτότυπη εκδοχή της ιησουίτικης ρήσης.

   Βέβαια αυτή η στάση και άποψη έχει, όπως και κάθε άλλη, τις ρίζες της σε κάποιες αγωνίες που εκτός από σεβαστές, στην προκειμένη τις θεωρούμε και κοινές. Στο, όχι απαραίτητα και τόσο μακρινό, παρελθόν πολλά «τέρατα» γεννηθήκαν και δικαιολογηθήκαν από κάποιους λίγους, στο όνομα της μιας ή της άλλης προλεταριακής επανάστασης. Και αυτό είναι σίγουρα κάτι που καμία και κανείς μας δεν πρέπει να ξεχνά (και εδώ αναφερόμαστε μόνο στα τέρατα που εν τέλει σπάραξαν αυτά τα ίδια τα υποκείμενα, δηλαδή την ψυχή, των εν λόγο επαναστάσεων). Όπως όμως δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε και τα «τέρατα» που γεννήθηκαν και δικαιολογήθηκαν από την συντριπτική μερίδα κάποιων κοινωνιών ( βλ. αμάρυνθος, μανωλάδα, ναζιστική γερμανία κ.α.).

  Το να πιστεύει κάποιος/α ότι, μια κοινωνία (με την τρέχουσα αντίληψη του όρου, δηλ. σαν ένα σύνολο ανθρώπων που βρίσκονται σε σχέση ο ένας με τον άλλο, ανεξαρτήτως ποιοτικού προσδιορισμού αυτών των σχέσεων), όσο αποβάλει ιεραρχίες και διαμεσολαβήσεις (δηλ. μορφές σχέσεων χωρίς να κάνει κριτική στο περιεχόμενο τους σαν αυτό που είναι -σχέσεις εξουσίας- παρά μόνο στο ότι έπαψαν πλέον να του παρέχουν πρόσβαση στην κεντρική εξουσία βλ. αγανακτισμένοι), τόσο έρχεται σε επαφή με την «αγνή της φύση» και το «αγαθό της θέλημα» είναι μια ουσιοκρατική αντίληψη που αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη φύση a priori ως «καλή» (στην προκειμένη σαν απεχθάνουσα - από την «αρχή» της - την εξουσία) και απλώς διαστρεβλώνεται από της διαμεσολαβήσεις.

   Από την άλλη αν θεωρεί ότι ο άνθρωπος (μέσα στη σχέση) είναι «ανοιχτές δυνατότητες», το να μην μπαίνει στον κόπο να αξιολογήσει τις δυνατότητες (που είναι σε θέση να διακρίνει, έστω από το σημείο που βρίσκεται εκείνη τη στιγμή) και άρα να τις αντιμετωπίσει με ποιοτικά κριτήρια είναι σα να υποτάσσεται και να αφήνεται άβουλα να παρασυρθεί από μια χαοτική (πολιτική) απροσδιοριστία. Κάτι που εν συντομία (εκτός από απολίτικο) μπορεί να ονομαστεί και αμοραλιστικό.

   Εμείς σε καμία περίπτωση δε μπορούμε να συμφωνήσουμε με κάποιο από τα παραπάνω. Για μας σκοπός είναι η Αναρχική - Κομμουνιστική - Αταξική Κοινωνία και δε χάνουμε ευκαιρία να το δηλώσουμε. Δηλαδή μια κοινωνία χωρίς ιεραρχίες - τυπικές ή άτυπες, χωρίς καταπιεστές και καταπιεζόμενους, εντολοδότες και εντολοδόχους, ισχυρούς και ανίσχυρους. Μια κοινωνία χωρίς τάξεις και ιδιοκτησία, δηλαδή χωρίς εκμετάλλευση στην παραγωγική διαδικασία καθώς και αποκλεισμούς στην κατανομή των προϊόντων. Μια κοινωνία χωρίς έθνη, πατρίδες και θρησκείες.  Μια κοινωνία χωρίς πατριαρχία, έμφυλες ταυτότητες και λοιπές επιβεβλημένες κανονικότητες.
 
 Μια κοινωνία που στην καρδιά της ύπαρξης της θα έχει την προτεραιότητα της αποβολής και αποδόμησης των εξουσιαστικών στοιχείων των σχέσεων και την καλλιέργεια και ανάδειξη των στοιχείων που έχουν να κάνουν με την ουσιαστική έννοια της λέξεις Κοινωνία. Κοινωνία αναγκών, αγωνιών, ιδεών, ονείρων, φόβων, ελπίδων, εμπνεύσεων, επιθυμιών και ότι άλλο. Δηλαδή μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων που η ελευθερία τους ακριβώς θα πηγάζει μέσα από τον πλούτο της μεταξύ τους σχέσης.

   Αυτό υπάρχει στο βάθος του βλέμματος μας και όχι απλώς δε το ξεχνάμε, αλλά για μας αποτελεί ήδη ζωτική ανάγκη. Όπως δεν ξεχνάμε επίσης ότι για να μπορέσουν να αναδυθούν αυτές οι προοπτικές και δυνατότητες θα πρέπει να συγκρουστούμε και πολλές φορές σφοδρά, με το Υπάρχον Καθεστώς βάζοντας όσο μπορούμε καθαρότερα ακριβώς αυτά τα περιεχόμενα στις συγκρούσεις μας για να έχουν εκείνες νόημα. Και αυτό όχι γιατί το Υπάρχον απλώς δε μας αρέσει σαν κοινωνικό μοντέλο, αλλά γιατί απειλεί πολύ σοβαρά την ίδια μας την ύπαρξη.

   Εν κατακλείδι, για μας σκοπός είναι να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες ώστε αυτές οι ζωτικές για εμάς ανάγκες όπως τις περιγράψαμε πιο πάνω να εκδηλωθούν όπου υπάρχουν και αλλού μέσα στην κοινωνία και να αποκτήσουν δυναμική και διέξοδο έκφρασης, με σκοπό να υπερσκελίσουν τις υπάρχουσες κατεστημένες. Αυτό. Και όχι έτσι γενικά και απροσδιόριστα να εκδηλωθούν οι ανάγκες και οι επιθυμίες των από τα κάτω (καλά, για την κοινωνία συνολικά - δηλαδή διαταξικά - ούτε καν το συζητάμε) όποιες και αν είναι αυτές και απλά να βασιζόμαστε στις μορφές του αγώνα.

   Το να σκάβεις με καλά εργαλεία δε σου εγγυάται ότι αυτό που θα βρεις, αν όντως βρεις κάτι, είναι και αυτό που ψάχνεις.

   Νομίζουμε πως το παραπάνω είναι ένα λογικό και κοινώς αποδεκτό συμπέρασμα.




[1]. Μάο Τσε Τούνγκ: «Ανάλυση των τάξεων της κινεζικής κοινωνίας», Ιστορικές Εκδόσεις, Αθήνα 1975

Σχόλια